Την Καθαρά Δευτέρα άρχιζε η νηστεία. Το έλεγε και το τραγούδι:
Πέρασαν οι Αποκριές με λύρες και ντουμπάκια,
ήρκενε και η Σαρακοστή μ’ ελιές και κρομμυδάκια
Στα παλιά χρόνια, πολλοί δεν έβαζαν τίποτα στο στόμα τους την Καθαρή Δευτέρα, έως τον εσπερινό οπότε έπαιρναν αντίδωρο.-
Με το πέρασμα των χρόνων όμως άρχισε να επικρατεί το έθιμο της συνέχισης του γλεντιού στις ακρογιαλιές και στην ύπαιθρο, μια και η Καθαρή Δευτέρα συμπίπτει με την έναρξη της ελληνικής άνοιξης. Η κατανάλωση των θαλασσινών ήταν μεγάλη εκείνη τη μέρα, μαζί με φρέσκα κρεμμύδια και μαρουλάκια. ΄Αλλο καθαροδευτεριάτικο φαγητό ήταν τα βρεχτοκούκια: ξερά κουκιά, που τα έβαζαν από βραδύς στο νερό για να μαλακώσουν.
Η νηστεία της Σαρακοστής ετηρείτο με αυστηρότητα από το σύνολο, σχεδόν, των Αλατσατιανών. Ακόμα και στην περίοδο 1920-1922 που η κατανάλωση κρέατος τη Σαρακοστή είχε κατεβεί σημαντικά. Την Τετάρτη και Παρασκευή η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών καθώς και πολλοί, περασμένης ηλικίας άνδρες, έτρωγαν ανήλαδο. Όμως οι καλοφαγάδες έβρισκαν τρόπο να ικανοποιήσουν τις γαστριμαργικές τους επιθυμίες, με χταπόδια, σουπιές, καλαμαράκια, στρείδια και μύδια και κάθε είδους θαλασσινά που οι Αλατσατιανές νοικοκυρές ήξεραν να τα παρασκευάζουν κατά χίλιους δυό πικάντικους τρόπους. Ακόμα και γλώσσες χαβιαριού (κόκκινου, φυσικά) μαγείρευαν κι έτσι ξέφευγαν μιά – δυό φορές την εβδομάδα από τη βάση του σαρακοστιανού διαιτολόγιου που ήταν τα όσπρια και τα χορταρικά.
Του Ευαγγελισμού διακοπτόταν η νηστεία και όλα τα σπίτια μαγείρευαν ψάρι σ’ εφαρμογή της παροιμίας «Σαν ακούς Μαριά και Γιάννη, βάζε ψάρια στο τηγάνι».
Ενδεικτικό της συνολικής αποχής από την κρεοφαγία ήταν το ότι, πριν έρθει η Καθαρή Δευτέρα, μπακάλικα γέμιζαν με βαρέλια ταραμά ή κόκκινου χαβιαριού σε γλώσσες, με κουβάδες χαλβά και τενεκέδες ταχινιού. Η αλατσατιανή θυμοσοφία επινόησε και το παρακάτω χαρακτηριστικό ανέκδοτο που αναφέρεται στην πάνδημη σαρακοστιανή οσπριοφαγία: ένας Αλατσατιανός ακούοντας τον παπά να καλεί τους πιστούς σε νηστεία, προσευχή και μετάνοια, πήγε κι αγόρασε ένα σακκί ρεβίθια και μ’ αυτά πέρασε η οικογένειά του όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή. Αλλά όταν ήρθε το Πάσχα κι άκουσε τον παπά να διαβάζει στον «Κατηχητικό Λόγο» του Ιωάννου Χρυσοστόμου «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφράνθητε σήμερον» έβαλε μέσα στην εκκλησία τις φωνές: «Έ, παπά, άλλα μας ήλεες την Τυρινή κι άλα μας λες τώρα. Και καλά, το ίδιο είμαστε, εγώ που φυτρώσανε το ροβίθια στην κοιλιά μου, κι ο γείτονας μου το Κωνσταντό, που ήσφαζε πετειναράκια στα κουρφά κι ήτρωε;»
Όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή η προσέλευση στις εκκλησίες ήταν ιδιαίτερα πυκνή......
Ανάμεσα στα έθιμα της Μεγάλης Σαρακοστής ήταν και τα παρακάτω:
Την Τετάρτη της πρώτης εβδομάδας ζύμωναν οι Αλατσατιανές νοικοκυρές πίττες, από συνηθισμένη ζύμη ψωμιού και με σουσάμι, τις οποίες εσφράγιζαν με την ξυλόγλυπτη σφραγίδα του δικέφαλου αετού. Από τις πίττες αυτές έκοβαν τετράγωνα κομμάτια τα οποία βουτούσαν, μόνο από τις τέσσερις περιφερειακές πλευρές, σε πετιμέζι.Tα κομμάτια τα μοίραζαν σε συγγενείς και γείτονες «για να συχωρεθούν οι ψυχές» των προσφιλών νεκρών τους......
Από το βιβλίο του Φάνη Κλεάνθη: «Αλάτσατα - Η Xαμένη Πατρίδα μου» |